Η ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

Η θαυματουργή  εικόνα της Παναγίας της Τήνου – όπως είναι σήμερα κάτω από τα ταματα!

Η Εικόνα της Μεγαλόχαρης της Τήνου λίγα χρόνια πριν όταν Της αφαίρεσαν τα τιμαλφή, για να συντηρηθεί, από τον συντηρητή Έργων Τέχνης κ. Ιωάννη Γκερέκο. 

Ας θαυμάσουμε το μεγαλείο της Αγίας Εικόνας!

Να επισημάνουμε πως η εικόνα της Παναγίας ανοίγει κάθε 10 χρόνια (ή και περισσότερο), της αφαιρούνται τα τιμαλφή και το πουκάμισο και συντηρείται.

Η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα ο Ναός Της ύστερα από όραμα της Αγίας Πελαγίας στις 30 Ιανουαρίου 1823.

Tο ξημέρωμα της 30ης Iανουαρίου του 1823 απετέλεσε το ξεκίνημα για τη δημιουργία του Ιερού αυτού χώρου, ο οποίος από τότε μέχρι σήμερα ακτινοβολεί σε ολόκληρο τον κόσμο με την λειτουργική, πνευματική, φιλανθρωπική, κοινωνική και εθνική προσφορά του,το μεγαλείο της πίστεως, αλλά και της αγάπης της Eκκλησίας προς τον άνθρωπο.

ΤO ΠΡΩΤO ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛOΧΑΡΗΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝO

Δυο χρόνια σχεδόν πριν την εύρεση της εικόνας, η Θεοτόκος είχε δώσει το πρώτο της μήνυμα στην Τήνο, για τον θαμμένο στη γη της ιερό θησαυρό. 

Ήταν στα 1821, στην αρχή της επανάστασης, όταν η Θεοτόκος Μαριάμ φάνηκε στο όνειρο ενός απλού γέροντα κηπουρού, στον περιβολάρη μπάρμπα Μιχάλη Πολυζώη, Ανδριώτη στην καταγωγή, ογδόντα ετών και του είπε να υπάγει στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά, έξω από την πόλη, να σκάψει και να βρει μια εικόνα της.

«Να πας στον αγρό του Αντωνίου Δοξαρά και εκεί να κτίσετε μια εκκλησία, όπως υ­πήρχε και άλλοτε. Εγώ θα σας βοηθήσω» του ειπε η Παναγία στον υπνο του.

 Ο Μιχαήλ Πολυζώης νόμισε ότι το όνειρο ήταν έργο του πειρασμού και αφού σταυροκοπήθηκε έπεσε να ξανακοιμηθεί.

 Αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν και είδε πάλι την ίδια γυναίκα με ρούχα λευκά, να έρχεται στο δω­μάτιό του. 

Ο γέροντας σηκώθηκε τρέμοντας από τη συγκίνηση και τα δόντια του από το φόβο του κτυπούσαν. Τότε η θεϊκή γυναίκα του είπε: «Γιατί φοβάσαι; Αν επίστευες δεν θα φοβόσουν. Ο φόβος σου είναι από την απιστία. Άκουσε Εγώ είμαι η Παναγία. Εκεί που σου είπα, στο χωράφι του Δοξαρά, είναι θαμμένη η Εικόνα μου. Το θέλω, το ζητώ να πας να σκάψεις εκεί». Μετά τα λόγια αυτά η γυναίκα εξαφανίστηκε.

Αυτός ο γέροντας, ο μπαρμπα Μιχάλης, ήταν αγαθός στην ψυχή και απλοϊκός στους τρόπους, αλλά και ευλαβής προς τα θεία και διηγείτο το όνειρό του και σε άλλους, και στον Αρχιερέα του νησιού, τον Μητροπολίτη Γαβριήλ, ο οποίος όμως δεν έδωσε καμμία συνέχεια σε αυτό. 

Παρά ταύτα ο μπαρμπα Μιχάλης επαναλάμβανε συνέχεια το γεγονός, αν και κανένας δεν τον πίστευε γιατί θεωρούσαν τα λεγόμενά του φλυαρίες.

 Ο ιερέας μαλιστα νομίζοντας ότι όλα αυτά είναι πλάνη της φαντασίας του γέροντα, ζήτησε να τον καθησυχάσει. 

Ο Πολυζώης όμως δεν ησύχασε. Το όνειρό του ήταν ζωντανό και στην δεύτερη εμφάνιση ήταν ξύπνιος. Διηγήθηκε το όραμά του σε πολλούς. Απ’ όλους όμως μόνο δυο τον πίστεψαν. Πήγαν λοιπόν κρυφά στο χωράφι του Δοξαρά βράδυ και έσκαψαν.

Ο αγρός όμως ήταν μεγάλος γι αυτό έσκαψαν σε πολλά μέρη δοκιμαστικά. Σε κάποιο σημείο ανακάλυψαν ένα τοίχο και όλη τη νύχτα αφαιρούσαν τις πέτρες από τον τοίχο αυτό. Όταν ξημέρωσε έφυγαν απελπισμένοι και απέδωσαν και αυτοί το όραμα του γέρου σε φαντασία.

Ο Δοξαράς θέλησε με τις πέτρες αυτές, που είχε αφαιρέσει από τον τοίχο ο γέροντας Μιχαήλ και οι δυο συμπολίτες του, να κτίσει φούρνο. Με πόση όμως έκπληξη είδαν οι κτίστες και αυτός ότι οι πέτρες με τον ασβέστη δεν κολλούσαν και ότι έκτιζαν γκρεμιζόταν. Λες και μια αόρατη δύναμη γκρέμιζε ότι χτιζόταν για να μη βεβηλωθούν οι πέτρες που προέρχονταν από το ναό.

Κρατούσε δε και άλλη λαϊκή παράδοση από τα αρχαία χρόνια ζωντανή, με αφηγητή της τον επίμονο, τον μπαρμπα Γιάννη τον Γκιουζέ από το χωριό Μουντάδος, ο οποίος είχε αγρούς στην περιοχή «Πόλες», όπου και το κτήμα του Δοξαρά.

Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, εκεί στο κτήμα του Δοξαρά παλιά βρισκόταν ένα «πριγκηπάτο» -περίοπτο οικοδόμημα- και επεμενε ο  μπαρμπα Γιαννης πως ήταν γραφτό πάλι να ξαναγίνει κάτι παρόμοιο και να έρχονται σε αυτό χιλιάδες άνθρωποι από όλο τον κόσμο!

Δύο απλοϊκοί άνθρωποι λοιπόν -κατά θεία παραχώρηση- ο Μιχάλης Πολυζώης και ο Γιάννης Γκιουζές, δύο γεωργοί, «γεώργησαν» κατάλληλο κλίμα για τα όσα επρόκειτο να συμβούν στην Μονή Κεχροβουνίου και στο ταπεινό και αγιασμένο κελλί της Μοναχής Πελαγίας.

ΤΑ OΡΑΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜOΝΑΧΗΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ

Σε αυτό το μοναστήρι λοιπόν, το «Μοναστήρι της Κυρίας των Αγγέλων», όπως επίσης λέγεται, στο «κελλίον» της Mοναχής Πελαγίας, καθώς μαρτυρούν ο μακαριστός Μητροπολίτης Γαβριήλ και οι κτήτορες -διάγγελμα 25/11/1822 και φυλλάδιο Καγκάδη-

«το 1822 κατά μήνα Ιούλιο, εμφανίστηκε στον ύπνο αυτής της ιερής παρθένου, περί τον όρθρο της Κυριακής, μια γυναίκα που είχε άρρητη δόξα και λαμπρότητα…, 

η οποία έλαμπε περισσότερο κι’ από τον ήλιο και την επρόσταξε με τόνον…

 να σηκωθεί γρήγορα για να συναντήσει έναν από τους προκρίτους της πόλης ο οποίος ήτο και επίτροπος του μοναστηριού -για εξωτερικές του υποθέσεις-…

 ονομαζόμενον Σταματέλον Καγκάδη… και να του είπει χωρίς αναβολήν καιρού να φανερώσει η τιμιότητά του εις όλους τους εδώ ευρισκομένους χριστιανούς, ότι να ξεχώσωσιν τον Ναόν Της…

 χωσμένον εις τον αγρόν του Αντωνίου Δοξαρά πλησίον της πόλης… και να τον ανακαινίσωσιν… και να επιστατήσει ο ίδιος διά να ανεγερθεί λαμπρώς και μεγαλοπρεπώς…

 και εάν παρακούσουν, θέλει έλθει οργή του υιού Της απροσδόκητος… κατά της νήσου…»

Η ευσεβής και ενάρετη Πελαγία είχε γεννηθει στην Τήνο και  έγινε δόκιμη μοναχή και καθο­δηγημένη σωστά από μια θεία της.

 Ηταν υπόδειγμα για την εγκράτεια και τη σωφροσύνη της. Τη διέκρινε το μεγάλο χάρισμα της ταπεινοφροσύνης. Η αγιότητα της Πελαγίας ήταν αναγνωρισμένη από όλες τις μοναχές. Λένε ότι και προφητικό είχε χάρισμα. Εκείνη όμως πάντα έμενε απλή και ασκητική.

Στις 9 Ιουλίου του 1822, ενώ το όραμα του Πολυζώη είχε ξεχαστεί, παρουσιάστηκε στον ύπνο της Πελαγίας μια γυναίκα με λαμπρή περιβολή, με θαυμάσια μορφή και ακτινοβολία. Πλησίασε το φτωχό κλινάρι της μοναχής και της είπε:

«Πήγαινε στον Επίτροπο της Μονής Σταματέλο Καγκάδη και πες του να σκάψουν, να ανακαλύψουν το σπίτι μου στο κτήμα του Αντωνίου Δοξαρά και να επιστατήσει στο κτίσιμο του ναού μου».

Η Πελαγία ξύπνησε γεμάτη τρόμο. Αμφιβολίες υπήρχαν μέσα της αν το όνειρο ήταν της φαντασίας της ή Θεϊκή εντολή. Έκρυψε το όραμα από όλους και συνέχισε την άσκησή της.

Την επομένη Κυριακή το όνειρο, επαναλήφθηκε. Η Πελαγία ήταν ταπεινός άνθρωπος και δε νόμιζε ότι ήταν σε θέση να δει την Παναγία.

Στις 23 Ιουλίου του 1822 παρουσιάστηκε η ίδια μεγαλόπρεπη γυναίκα. Αυτή τη φορά ήταν οργισμένη.

 Της είπε ότι αν δεν υπακούσει θα πέσει χολέρα στο νησί. Στο προστακτικό τόνο της φωνής της η Πελαγία ξύπνησε έντρομη. Έβλεπε πια με μάτια ανοικτά τη γυναίκα.

 Συνδύαζε τη μεγαλοπρέπεια και τη γλυκύτητα. Γι’ αυτό τα χείλη της δεν μπορούσαν ν’ αρθρώσουν λέξη. 

Μόνο σε κάποια στιγμή συνήλθε και ψέλλισε: «Και ποια είσαι, Κυρία, που με διατάζεις αυτά;» Στην ερώτηση αυτή η θεϊκή γυναίκα έδειξε το γύρο χώρο σαν να Θελε να δείξει τον κόσμο όλο και είπε: «Ευαγγελίζου γη χα­ράν μεγάλην». Η Πελαγία με συντριβή γονάτισε και συμπλήρωσε «Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν».

Μετά τη θεία λειτουργία η μοναχή απεκάλυψε το όραμα στην ηγουμένη της Μονής και εκείνη, επειδή ήξερε την αρετή και τον ασκητικό βίο της, την πίστεψε και την έστειλε στον Επίτροπο Σταματέλο Καγκάδη, που έμενε στο χωριό Κάρυά.

Ο Καγκάδης άκουσε την αφήγηση για το όραμα και σύστησε στην Πελαγία να επισκεφθεί το Μητροπολίτη Γαβριήλ, στο ίδιο χωριό.

 Έτσι η Πελαγία παρουσιάστηκε στον Αρχιερέα Γαβριήλ και του διηγήθηκε το όραμά της. Ο Γαβριήλ, κατά τους ιστορικούς της εποχής και την παράδοση, ήταν άριστος ιεράρχης. 

Άκουσε τη διήγηση της μοναχής με συγκίνηση και χωρίς κανένα ενδοιασμό ανέλαβε την πραγματοποίηση της θεϊκής προσταγής. 

Θυμήθηκε τη διήγηση ενός γέροντα που λεγόταν Γκιουζές, που στο μέρος αυτό, στο χωράφι του Δοξαρά, έλεγαν οι παλιοί ήταν ένα πριγκιπάτο και πως θα ξαναγινόταν πριγκιπάτο «Και σαν τι πριγκιπάτο θα γίνει, μπάρμπα Γκιουζέ;», «Ένα πριγκιπάτο, που θα ’ρχόταν απ’ τα πέρατα του κόσμου να το προσκυνούν». 

Ο Γαβριήλ ξαναθυμήθηκε όσα του έλεγαν κατά καιρούς και προπαντός τον Πολυζώη. Έτσι το όραμα αυτό του στερέωσε την πεποίθηση ότι εκεί υπήρχε αρχαίος ναός και Εικόνα κρυμμένη στη γη.

Ανακοίνωσε μαζί με τον Καγκάδη το όραμα στους δημογέροντες και το λαό, που άκουσαν με συγκίνηση το λόγο του ιεράρχη και ανέλαβαν το καθήκον να συντρέξουν την ανασκαφή με όλες τους τις δυνάμεις.

 Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1822 άρχισαν οι εργασίες, αλλά τίποτε δεν ανακαλύπτονταν. Μόνο τα ερείπια ενός οικοδομή­ματος βρέθηκαν κι ένα ξεραμένο πηγάδι.

 Οι ανασκαφές κράτησαν δυο μήνες κι έπειτα ο ζήλος τους ψυχράθηκε κι εγκατέλειψαν τα πάντα. Τότε παρουσιάστηκε χολέρα στο νησί, που την αναφέρει στην ιστορία του ο ιστορικός της Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρ. Τρικούπης .

Η χολέρα και ορισμένες ασθένειες στο σπίτι του Καγκάδη τον έκαναν να πιστέψει ότι αιτία ήταν η αδιαφορία για το κτίσιμο του ναού κατά το όνειρο. 

Έτσι έπειτα από διάγγελμα του Αρχιερέα Γαβριήλ, προσφορές του Καγκάδη και των κατοίκων, οι ανασκαφές ξανάρχισαν με ζήλο. 

Έκαναν επιτροπή, που φρόντιζε για τις ανασκαφές και το κτίσιμο του ναού. Την αποτελούσαν οι Σταματέλος Καγκάδης, Γεώργιος Περίδης, Αντώνιος Καλλέργης, Γεώργιος  Σιώτος, με Πρόεδρο το Μητροπολίτη Γαβριήλ.

Από τα χωριά της Τήνου, που τότε ήταν ακμαία γιατί ολόκληρο το νησί αριθμούσε 30.000 ψυχές, κατέβαιναν με βάρδιες κάθε μέρα και το έργο προχωρούσε.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΑΥΜΑ

Τα θεμέλια του ναού, που τώρα ονομάζεται Εύρεση, προγραμματίστηκαν για την 1η Ιανουαρίου του 1823. Ήρθε ο Αρχιερέας, οι ιερείς, οι προύχοντες και ο λαός και έπρεπε να γίνει ο αγιασμός, που βέβαια χρειαζόταν νερό. Την ώρα που κάποιος έφευγε για να το φέρει απ’ την πόλη, ένα παιδί που ήταν κοντά στο ξεραμένο πηγάδι φώναξε να μην πάνε για νερό, γιατί το πηγάδι ήταν γεμάτο.

Όλοι δόξασαν το Θεό για το πρώτο θαύμα και οι άρρωστοι που πλύθηκαν με το νερό έγιναν καλά. Τα θεμέλια τα έβαλε ο ίδιος ο Γαβριήλ κι ο ναός αφιερώθηκε πια στη Ζωοδόχο Πηγή. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τελείωσε, γιατί με τη χολέρα που σταμάτησε, το αγίασμα που βρέθηκε, κι όλα τα άλλα θαυμαστά που καθημερινά συνέβαιναν, ο ζήλος του λαού μεγάλωνε κι οι δυσκολίες λιγόστευαν.

Στο μέρος αυτό που κτίστηκε ο ναός της Ευρέσεως, Ζωοδόχου Πηγής, φαίνεται ότι υπήρχε παλαιός ναός μεγαλοπρεπής στο όνομα του Αγίου Ιωάννου, που κάηκε απ’ τους Σαρακηνούς το 1200 μ.Χ.

Πολλά ευρήματα αξίας (μαρμάρινες στήλες, ιερά σκεύη κ.λ.π.) μαρτυρούν τη μεγα­λοπρέπειά του.

Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

Στις 30 Ιανουαρίου του 1823,στην εορτή των Τριών Ιεραρχών, κατά την οποία πολλοί εργαζόμενοι ασχολούντο να εξομαλύνουν το έδαφος του παλαιού αυτού Nαού, ανακαλύφθηκε η Eικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

Η σκαπάνη του αγρότη, από το χωριό Φαλατάδος, Δηµητρίου Βλάση ή Πασά χτύπησε ένα κοµµάτι ξύλο σκίζοντάς το στη µέση.

Μέσα από τα ξεραµένα από αιώνες χώµατα ξεχώρισε η µορφή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ µε το υψωµένο χέρι, ενώ, στο άλλο κοµµάτι, τρέµοντας ο εργάτης, είδε την Παρθένο να δέχεται, µε σκυµµένο το κεφάλι, το θείο µήνυµα. 

Η αξίνα δεν είχε αγγίξει καµία από τις δύο µορφές, όπως και η φωτιά, η υγρασία, το πέρας εκατοντάδων αιώνων δεν είχαν εξαφανίσει τη θεία σκηνή.

Ήταν δε καμένη από φωτιά και σχεδόν απανθρακωμένη στο πίσω μέρος της, ώστε συμπεραινόταν από αυτό και τα άλλα ερείπια, ότι αυτός ο ιερός Nαός κατακάηκε, όταν η πόλη κυριεύτηκε και ανασκάφτηκε από τους Σαρακηνούς, περίπου πριν οκτακόσια πενήντα χρόνια.

Αφού δε με πολλή δυσκολία αποπλύθηκε η γη που ήταν προσκολλημένη πάνω στην Εικόνα, φάνηκαν ξέχωρα οι χαρακτήρες της Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου, συσκιασμένοι από την παλαιότητα, χωρίς διόλου βλάβη και απείραχτοι από την τομή, που εκανε στην Εικονα η αξινα,γιατί η Εικόνα χωριζόταν στα δύο κατά μήκος, ακριβώς στη μέση, μεταξύ της εικονιζόμενης Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου.

Ο χρυσός σημερα  και τα πολύτιμα πετράδια, αφιερώματα των πιστών, δεν αφήνουν να φανεί το σχίσιμο της σκαπάνης. 

Οι αρχόντισσες της Τήνου για να καλύψουν αυτό το σχί­σιμο τοποθέτησαν στο πρώτο προσκύνημα τους ό,τι πολυτιμότερο είχαν πάνω στην Αγία Εικόνα.

 Από το αντίγραφο, που υπάρχει στο σκευοφυλάκιο του Ιερού Ιδρύματος, βλέπουμε ότι εικονίζεται η Μεγαλόχαρη γονατιστή με σκυμμένη την κεφαλή μπροστά σ’ ένα χαμηλό αναλόγιο. 

Στο ανοικτό βιβλίο που είναι πάνω του είναι χαραγμένα τα λόγια «γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». 

Το κάλυμμα της κεφαλής είναι ριγμένο προς τα πίσω, όπως ακριβώς έδεναν τα μαντήλια τους οι κόρες της Ναζαρέτ.

 Στο βάθος της μικρής αίθουσας διακρίνονται χωρίσματα παραθύρων και από το κέντρο ψηλά κατεβαίνει το Αγιο Πνεύμα «εν είδει περιστεράς». 

Απέναντι στραμμένος προς τη Θεοτόκο στέκεται ολόσωμος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ φωτολουσμένος κρατώντας στο αριστερό του χέρι το συμβολικό κρίνο της αγνότητας.

Όταν είδαν λοιπον την εικονα μεσα στα χωματα  οι παρευρισκόμενοι, αναφώνησαν χαρμόσυνα και αφού την ασπάστηκαν  με πολλή ευλάβεια,την έφεραν και την παρέδωσαν στα χέρια του Αρχιερέα που βρισκόταν εκεί.

Κλαίγοντας από χαρά, κρατώντας την Ιερή Εικόνα στα χέρια του ο δεσπότης Γαβριήλ ανέκραξε: «Μέγας ει, Κύριε, και θαυµαστά τα έργα Σου». 

 Ήταν γύρω στο μεσημέρι και όταν οι κάτοικοι της πόλης και των χωριών άκουσαν για την εύρεση της Αγίας Εικόνας προσέτρεχαν μικροί και μεγάλοι για να την δουν και να την ασπασθούν.

Όταν  βρέθηκε η πάνσεπτη Εικόνα και τα θαύματα βεβαιώσανε όσα σε όνειρα είχαν αποκαλυφθεί, δεν εδίστασαν πια οι επίτροποι και οι επιστάτες να αναλάβουν την οικοδομή Ιερού Ναού λαμπρού και μεγαλοπρεπέστατου, αναθέτοντας τις ελπίδες τους στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία φανέρωσε στη Mοναχή ότι αυτή θα οικονομήσει τα πάντα. Ανεγειρόταν λοιπόν  ο Ιερός Ναός της Ευαγγελίστριας πάνω στον προοικοδομηθέντα.

Καλεσαν τον αρχιτέκτονα Ευστράτιο που καταγόταν απ’ τη Σμύρνη και παρέμενε στο νησί και του ανέθεσαν να κάνει τα σχέδια.

 Ο μηχανικός ήταν εμπνευσμένος καλλιτέχνης και το όλο θαύμα τον είχε επηρεάσει. 

Γι’ αυτό και τα σχέδια παραδόθηκαν γρήγορα και το κτίσιμο άρχισε αμέσως. 

Όλος ο λαός βοήθησε. Πλούσιοι και φτωχοί, άρχοντες και τεχνίτες, ντόπιοι και ξένοι, γυναίκες και παιδιά με ζήλο και ενθουσιασμό προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

 Οι πλούσιοι έδωσαν χρήματα και κοσμήματα. Οι φτωχοί δούλεψαν χωρίς να πληρώνονται. Οι γυναίκες και τα παιδιά μετέφεραν τα υλικά, που ξεφόρτωναν τα καΐκια στην παραλία. 

Πολλές φορές οι πρόκριτοι και η Επιτροπή για το κτίσιμο του ναού κοιμήθηκαν απελπισμένοι, γιατί τους τελεί­ωσαν τα χρήματα και το Ταμείο ήταν άδειο και όμως το πρωί ένα θαύμα και μια γενναία χρηματική προσφορά βοηθούσαν να συνεχίσει το έργο.

 Σε ένα χρόνο ο ναός
ήταν έτοιμος πράγμα που και σήμερα με τα τεράστια μέσα προκαλεί το θαυμασμό. Σ’ αυτό το ναό από τότε που έγιναν τα εγκαίνια μέχρι σήμερα τελείται καθημερινά λειτουργία και εσπερινός.

Μεταφέρθηκαν  μάλιστα και μάρμαρα από τη Δήλο και κάθε φορά που οι εργασίες πάγωναν εξαιτίας του κόστους, έφθανε σαν μάννα εξ ουρανού μια προσφορά από την Τήνο, την υπόλοιπη Ελλάδα ή τους Έλληνες της διασποράς.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΙΜ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΟΣ: ΙΝ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ-ΠΡΟΕΧΕΙΡΙΣΗ ΣΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗ ΑΓΑΠΙΔΗ